-
1 ὀπο-κάλπασον
ὀπο-κάλπασον, τό, oder ὀπο-κάρπασον, der giftige Saft des Kalpasos oder Karpasos, mit dem der Aloesaft verfälscht, auch das Haar gelb u. kraus gemacht wurde, Theophr.
-
2 ὀπό-φυλλον
ὀπό-φυλλον, τό, der Saamen des σίλφιον, Diosc.
-
3 ὀπο-πάναξ
-
4 ὀπο-κιννάμωμον
ὀπο-κιννάμωμον, τό, der Saft des κιννάμωμον, Theophr.
-
5 ὀπο-ειδής
-
6 ὀπο-βάλσαμον
ὀπο-βάλσαμον, τό, Saft des Balsambaumes, Diosc. u. A.
-
7 ὀποπανάκη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποπανάκη
-
8 ὀποκάλπασον
ὀπο-κάλπασον, τό, oder ὀπο-κάρπασον, der giftige Saft des Kalpasos oder Karpasos, mit dem der Aloesaft verfälscht, auch das Haar gelb u. kraus gemacht wurde -
9 ὀποβαλσάμινος
A of the balsam-tree,ξύλα κυπαρίσσινα ἢ ὀ. PMag.Leid.W.9.21
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποβαλσάμινος
-
10 ὀποβάλσαμον
ὀπο-βάλσᾰμον, τό,A the juice of the balsam-tree, balsam of Mecca, Thphr.HP4.4.14,CP6.18.2, J.AJ14.4.1, Gal.12.554, Edict.Diocl.in BCH22.403 (written ὀποπ-, as also in PMed.Strassb. p.4 K., Gloss.); the tree itself, Balsamodendron Opobalsamum, J.AJ 8.6.6, al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποβάλσαμον
-
11 ὀποκαλπαθίζω
ὀπο-καλπᾰθίζω, of myrrh,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποκαλπαθίζω
-
12 ὀποκάλπασον
ὀπο-κάλπᾰσον, τό,A Hotai, an acrid kind of myrrh, Balsamodendron Playfairii, ib.56.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποκάλπασον
-
13 ὀποκάρπασον
ὀπο-κάρπᾰσον, τό,A = ὀπὸς καρπάσου (v.κάρπασος 11
), Dsc.Alex.Praef.; opocarpatum, Plin.HN28.158,32.98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποκάρπασον
-
14 ὀποκιννάμωμον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποκιννάμωμον
-
15 ὀποπάλσαμον
A v. ὀποβάλσαμον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποπάλσαμον
-
16 ὀποπάναξ
A gum of Opopanax hispidus, Hercules' woundwort, Heraclid.Tar. ap. Gal.14.186, Dsc.3.48, Gal.12.94, PGrenf.1.52.11 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀποπάναξ
-
17 ὀποβάλσαμον
ὀπο-βάλσαμον, τό, Saft des Balsambaumes -
18 ὀποειδής
ὀπο-ειδής, ές, saftartig, bes., wie der Saft des Feigenbaumes, die Milch gerinnen machend -
19 ὀποκιννάμωμον
ὀπο-κιννάμωμον, τό, der Saft des κιννάμωμον -
20 ὀποπάναξ
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Όπο, Τσιπριάνο Εφίστο — (Oppo, 1891 – 1962). Ιταλός ζωγράφος, σκηνογράφος και κριτικός της τέχνης. Τα πρώτα του έργα (1910) διακρίνονται για την αυστηρότητα των χρωματισμών τους, αργότερα όμως οι χρωματικοί του τόνοι έγιναν διαυγέστεροι. Οι καλλιτεχνικές του προτιμήσεις … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
OPSONOMI — Graece Ο᾿ψονόμοι, olim in Rep. Atheniensi, dicti erant duo sive tres, qui e Senatu eligebantur, ut Fori piscarii haberent curam, darentque operam, ut Leges Piscariis latae observarentur. Eorum meminit Sophilus apud Athenaeum l. 6. τὸ δὲ ἔθος… … Hofmann J. Lexicon universale
PANNI — pro institis: Ita tunica Iosephi Gen. c. 37. v. 3. et 34. quam Graeci Interpres ποικίλον χιτῶνα reddiderunt, Latinus polymitam; Hieronym. modo polymitam, modo variam: in paraphrasi Ionathanis, Paragoda nominatur. Dicebatur autem sic vestis,… … Hofmann J. Lexicon universale
ζουπώ — άω και ζουπίζω ζουλάω, πιέζω, συνθλίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. ζουπίζω < *διοπίζω «βγάζω τον οπό (χυμό)». Ο τ. ζουπώ μεταπλασμένος ενεστ. τού ζουπίζω (πρβλ. ζουλίζω ζουλώ, σκορπίζω σκορπώ κ.λπ.)] … Dictionary of Greek
οποειδής — ὀποειδής, ές (Α) 1. αυτός που μοιάζει με το γαλακτώδες υγρό καρπών ή φυτών, όπως λ.χ. τής συκιάς, δηλ. με τον οπό, ο γαλακτώδης («ὀποειδέα οὖρα», Ιπποκρ.) 2. ο κατάλληλος για το πήξιμο τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπός + ειδής*] … Dictionary of Greek
οπόεις — ὀπόεις, εσσα, εν (Α) 1. γεμάτος με οπό, γαλακτώδης, χυμώδης («ὀπόεντας ἐρινεούς», Νίκ.) 2. ως κύριο όν. Ὀπόεις και Ὀποῡς ονομασία λοκρικής πόλεως, που οι κάτοικοι της ονομάζονταν Ὀπούντιοι και Ὀποέντιοι και Ὀπόντιοι («οἳ Κῡνόν τ ἐνέμοντ Ὀπόεντά… … Dictionary of Greek
σάκχαρο — το / σάκχαρον, ΝΜΑ, και ζάχαρο Ν, και σάκχαρις, άρεως ΝΑ, και σάχαρ Μ, και σάκχαρ, αρος και σάκχαρι, άρεως Α εδώδιμη λευκή κρυσταλλική ουσία με γλυκιά γεύση, η ζάχαρη νεοελλ. 1. βοτ. επιστημονική ονομασία τού γένους τού ζαχαροκάλαμου, που έχει 10 … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek